αὐτοφάγος

αὐτοφάγος
αὐτο-φάγος [ᾰ], ον,
A self-devouring, Hsch. s.v. αὐτόφορβος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοφάγος — self devouring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοφάγος — α, ο (Μ αὐτοφάγος, ον) νεοελλ. (για ζωικούς και φυτικούς ορ γανισμούς) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της αυτοφαγίας μσν. αυτός που κατατρώει τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β του εσθίω] …   Dictionary of Greek

  • αυτόφορβος — αὐτόφορβος, ον (Α) αυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φορβος < φέρβω «τρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”